ζελᾶς

ζελᾶς
ζελᾶς, , gen. and dat. ζελά, Thracian word,= οἶνος, Choerob.in Theod.1.145: but dat.
A

τῷ ζῆλα Eup.

(Fr.355) ibid., cf. Hsch.s.v. ζίλαι, Phot. s.v. ζειλα (sic).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζελάς — ζελᾱς, ὁ (Μ) (στον Ησύχ. ζίλαι και στον Φώτ. ζειλά, (γεν. και δοτ. ζελά) στον Εύπ. και δοτ. τῷ ζήλα) κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη θρακικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”